νιόπαντρος

νιόπαντρος
-η, -ο
αυτός που πρόσφατα παντρεύτηκε: Νιόπαντρος νέος. – Νιόπαντρη κοπέλα. – Νιόπαντρο ζευγάρι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • νιόπαντρος — η, ο (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που παντρεύτηκε πρόσφατα, νεόνυμφος, νεοπαντρεμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νιο * + ύπανδρος] …   Dictionary of Greek

  • γαμήλιος — α, ο (AM γαμήλιος, ον) αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει σε γάμο αρχ. 1. (για θεότητες) αυτός που προστατεύει τον γάμο 2. το αρσ. ως ουσ. ο γαμήλιος (ενν. πλακούς) το γλύκισμα που προσφερόταν στους γάμους 3. το θηλ. ως ουσ. η γαμηλία (ενν …   Dictionary of Greek

  • γαμπρός — ο (AM γαμβρός) 1. σύζυγος τής θυγατέρας κάποιου 2. σύζυγος τής αδελφής 3. ο νιόπαντρος ή εκείνος που ετοιμάζεται να παντρευτεί, ο μνηστήρας νεοελλ. 1. καθένας που βρίσκεται σε ηλικία γάμου ή θέλει να παντρευτεί 2. φρ. α) «σαν θέλει η νύφη κι ο… …   Dictionary of Greek

  • νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… …   Dictionary of Greek

  • νεοΰπανδρος — ο νιόπαντρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + ύπανδρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Σ. Κουμανούδη] …   Dictionary of Greek

  • νεοζυγής — νεοζυγής, ές (Α) 1. (για ζώα) αυτός που τέθηκε κάτω από τον ζυγό πρόσφατα («δάκνων δὲ στόμιον ὡς νεοζυγὴς πῶλος», Αισχύλ.) 2. μτφ. αυτός που τέθηκε κάτω από τον ζυγό τού γάμου πρόσφατα, νιόπαντρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + ζυγής (< ζυγός), πρβλ …   Dictionary of Greek

  • νεόγαμος — η, ο (Α νεόγαμος, ον) αυτός που έχει παντρευτεί πρόσφατα, ο νιόπαντρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + γάμος (πρβλ. πικρό γαμος, φιλό γαμος)] …   Dictionary of Greek

  • γαμπρός — ο 1. αυτός που παντρεύεται ή ο μελλόνυμφος ή ο νιόπαντρος: Ο γαμπρός περίμενε τη νύφη κρατώντας μια όμορφη ανθοδέσμη. 2. ο σύζυγος της κόρης ή της αδερφής κάποιου: Πήγα διακοπές με την αδερφή μου και το γαμπρό μου. 3. αυτός που βρίσκεται σε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νιόγαμπρος — ο ο νέος γαμπρός, αυτός που πρόσφατα πήρε γυναίκα, έγινε γαμπρός, αλλ. νιόπαντρος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”